- ανδρεϊφόντης
- ἀνδρεϊφόντης, ο (Α)ανδροκτόνος, αντροφονιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -φόντης < θείνω «σκοτώνω», με επίδραση του φόνος. Ο τ. ανδρειφόντης αντί ανδροφόντης αναλογικά προς το αργειφόντης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνδρειφόντης — man slaying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειφόντῃ — ἀνδρειφόντης man slaying masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφόντην — ἀνδρειφόντης man slaying masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφόντης — ἀνδρειφόντης man slaying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ares — Para otros usos de este término, véase Ares (desambiguación). Estatua de Ares en Villa Adriana (Tívoli). En la mitología griega, Ares (en griego antiguo Ἄρης Arês o Ἄρεως Areôs, ‘conflicto bélico’) se considera el dios olímpico de la … Wikipedia Español
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
ανθρωποφόντης — ἀνθρωποφόντης (Μ) επίθ. αυτός που σκοτώνει ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + φόντης < θείνω «σκοτώνω» με επίδραση του φόνος. Πρβλ. αργειφόντης, ανδρεϊφόντης] … Dictionary of Greek